- δημοκρατία
- Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού λεξιλογίου.
Στην αρχαία Ελλάδα, η δ. ήταν η μορφή διακυβέρνησης κατά την οποία το δικαίωμα της διαχείρισης των κοινών υποθέσεων ασκούσε το σύνολο των πολιτών, που συνέρχονταν σε γενικές συνελεύσεις του λαού, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν με πλειοψηφία. Στο πλαίσιο της πόλης-κράτους ο τύπος αυτός γνώρισε σημαντική διάδοση κατά την κλασική εποχή. Το γνωστότερο και πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα, και μάλιστα άμεσης δ., είναι αυτό της Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. Άμεση δ. είναι το πολιτικό σύστημα στο οποίο όλοι οι πολίτες καλούνται να συνεργαστούν στην επεξεργασία και στην ψήφιση των νόμων, καθώς και στην εκλογή των αρχόντων και των δικαστών. Ένα τέτοιο πολίτευμα μπορεί να υπάρξει μόνο σε μικρές πολιτικές κοινωνίες, όπου κάθε άτομο μπορεί να συμμετέχει άμεσα και με γνώση του θέματος στη λήψη των αποφάσεων από τη συνέλευση ολόκληρης της κοινότητας. Ο Πλάτων, μάλιστα, όρισε σε 5.040 τον ιδανικό αριθμό των πολιτών για την καλή λειτουργία της άμεσης δ. Ο Αριστοτέλης, εξάλλου, έκρινε ότι «αν δέκα μόνο άτομα δεν μπορούν να αποτελέσουν μία πόλη, με 100.000 άτομα επίσης δεν μπορεί να υπάρξει πόλη». Πρόκειται λοιπόν για ένα κράτος μικρών διαστάσεων, όπως αυτά που υφίστανται σε πολλές πρωτόγονες κοινωνίες που περιγράφονται από τους ανθρωπολόγους· πράγματι, την άμεση δ. τη συναντάμε από την προϊστορική εποχή με το σύστημα της πρωτόγονης κοινότητας. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η αρχαία ελληνική δ. ήταν ένα πολίτευμα που ίσχυε μόνο για τους ελεύθερους και αυτόχθονες, οι οποίοι στην ουσία αποτελούσαν μια ολιγαρχία, ενώ οι δούλοι και οι μέτοικοι (ξένοι) ήταν αποκλεισμένοι, οποιαδήποτε και αν ήταν η οικονομική ή κοινωνική τους θέση. Παρά τους περιορισμούς αυτούς, η αρχαία ελληνική πόλη διατήρησε δίκαια τη φήμη του λίκνου της άμεσης δ., με αρχές της την υπεροχή του νόμου, τη νομική ισότητα των πολιτών και κυρίως την κυριαρχία του λαού· ο λαός εξέλεγε κάθε χρόνο τους άρχοντες, μπορούσε να τους ελέγχει, διατηρούσε την πρωτοβουλία και τους υποχρέωνε να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους στο τέλος της θητείας τους.
Στη Ρώμη, ακόμα και κατά την περίοδο της ακμής της δ., δεν υπήρξε κάτι ανάλογο. Η κυβέρνηση δεν ήταν πραγματικά δημοκρατική, αλλά μάλλον επρόκειτο για ένα μεικτό πολίτευμα, όπου συνυπήρχαν μια επίφαση μοναρχίας που εκφραζόταν με τους υπάτους, μια επίφαση δ. με τις συνελεύσεις του λαού και μια πραγματική ολιγαρχία με τη Σύγκλητο. Αργότερα, στα χρόνια της αυτοκρατορίας, το δημοκρατικό στοιχείο, το οποίο εκπροσωπούσε ο θεσμός των συνελεύσεων του λαού, εξασθένησε και το ολιγαρχικό στοιχείο, το οποίο εκπροσωπούσε η Σύγκλητος, υποχώρησε μπροστά στην αναζωογονημένη μοναρχία. Η ελληνική δ. συνιστά, λοιπόν, ένα μοναδικό φαινόμενο στον αρχαίο κόσμο.
Κατά τον Μεσαίωνα δεν συναντάμε πολιτικές κοινωνίες πραγματικά δημοκρατικές, γιατί ακόμα και οι κοινότητες που προσέγγιζαν περισσότερο τη δ. με τη διεκδίκηση ελευθεριών οι οποίες κατοχυρώνονταν με χάρτες προνομίων, στηρίζονταν σε μια ολιγαρχική βάση, όπου τον κύριο ρόλο διαδραμάτιζε η νέα τάξη των μεγαλεμπόρων και των χρηματιστών των πόλεων. Πάντως, αυτήν ακριβώς την εποχή, υπό την επίδραση ρευμάτων της χριστιανικής σκέψης και κυρίως ορισμένων γερμανικών και αγγλικών πολιτικών θεσμών, άρχισαν να διαδίδονται ορισμένες θεωρίες με δημοκρατικές τάσεις: παραδείγματος χάριν το Defensor Pacis (υπερασπιστής της ειρήνης) του Mαρσίλιου της Πάντοβα, η φιλοσοφία του Αβελάρδου, καθώς επίσης και η αντίληψη μιας πολιτικής εκπροσώπησης και ενός νόμου ανώτερου από την εξουσία του ηγεμόνα και ικανού να περιορίσει την αυθαίρετη άσκησή της. Η αγγλική Μάγκνα Κάρτα του 1215 καθόριζε με ακρίβεια «τα θεωρητικά όρια της βασιλικής αυθαιρεσίας». Παρ’ όλα αυτά οι ακόλουθες πολιτικές εξελίξεις, με τον σχηματισμό των νεότερων κρατών, ενίσχυσαν τις απόλυτες και συγκεντρωτικές ελέω θεού μοναρχίες, στις οποίες η δ. δεν εφαρμόστηκε.
Η γέννηση της νεότερης δημοκρατικής ιδεολογίας τοποθετείται στο τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αι., περίοδος που χαρακτηρίζεται από την επίθεση εναντίον του μοναρχικού απολυταρχισμού, την οποία ο Πολ Αζάρ χαρακτηρίζει ως «κρίση της ευρωπαϊκής συνείδησης». Πρόκειται για την αμφισβήτηση της αρχής της νομιμότητας που θεμελιωνόταν στο θείο δίκαιο, στο όνομα του οποίου ο βασιλιάς ασκούσε την ανώτατη πολιτική εξουσία.
Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αι. συστηματοποίησε αυτή την κριτική, κυρίως με τον Τζον Λοκ και τον Ζαν-Ζακ Ρουσό, και τοποθέτησε την πηγή κάθε εξουσίας στη λαϊκή θέληση. Από τότε η δημοκρατική ιδεολογία μπόρεσε να διαμορφωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια και να αναπτυχθεί σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. Στην πραγματικότητα, αυτή η επανάσταση στις πολιτικές αντιλήψεις δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνο σε σχέση με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής εκείνης.
Πριν από τη Βιομηχανική επανάσταση, οι οικονομικές σχέσεις ήταν διασπασμένες: το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής διαρθρωνόταν γύρω από τις μικρές κοινότητες (πόλεις ή σύνολα χωριών)· οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και η πολιτική εξουσία απομακρυσμένη. Η μηχανοποίηση και η γέννηση εκσυγχρονισμένων βιομηχανιών προκάλεσαν σταδιακά μεγάλες μεταβολές. Με τη διεύρυνση της αγοράς σε εθνική κλίμακα, η παλαιά δομή της οικονομίας που χωριζόταν σε μικρές μονάδες άρχισε να υποχωρεί: οι βιοτέχνες έγιναν βιομηχανικοί εργάτες ή επιχειρηματίες, αναπτύχθηκαν μεγάλα αστικά κέντρα και μια δραστήρια και ανθηρή αστική τάξη άρχισε να ανέρχεται και να διεκδικεί τον τίτλο της ιθύνουσας τάξης. Στην παλαιά αρχή της νομιμότητας της προσωπικής εξουσίας αντέταξε τη νέα αρχή της δ., διεκδικώντας στον πολιτικό τομέα έναν ρόλο ανάλογο με εκείνον που κατείχε στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Η αστική τάξη αποτελούσε πλέον την πρωτοπορία του συνόλου του λαού και οι διεκδικήσεις της έλαβαν καθολικό χαρακτήρα: η ανώτατη εξουσία έπρεπε να ασκείται από το σύνολο των πολιτών.
Φυσικά το φαινόμενο αυτό εξελίχθηκε με διαφορετικό ρυθμό από χώρα σε χώρα. Στην Αγγλία η εξέλιξη ήταν βαθμιαία, αλλά πρόωρη· στη Γαλλία η Επανάσταση του 1789 στόχευε στην άμεση εγκαθίδρυση των νέων σχέσεων. Παντού όμως η είσοδος στην ενεργό πολιτική ζωή έγινε στην αρχή με προφανή στόχο το όφελος των νέων οικονομικών και κοινωνικών ηγετικών τάξεων, δηλαδή της ανώτερης και της μέσης αστικής τάξης. Μόνο αργότερα, στο δεύτερο μισό του 19ου αι., τέθηκε το ζήτημα συμμετοχής στην ενεργό πολιτική ζωή των μισθωτών της βιομηχανίας, του προλεταριάτου. Έτσι, ενώ οι δημοκρατικές αρχές συνδέθηκαν αρχικά με το εισόδημα, κατέληξαν στην καθολική ψήφο· πραγματοποιήθηκε, δηλαδή, η μετάβαση από τη δ. των προνομιούχων τάξεων στην αυθεντική πολιτική δ.
Αυτός ο εκδημοκρατισμός όμως δεν συντελέστηκε χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα. Τα ερωτήματα που προέκυψαν στη συνέχεια αφορούσαν τη μορφή της δ. και επικεντρώθηκαν γύρω από το ζήτημα αν η δ. που θα εγκαθιδρυόταν θα έπρεπε να είναι άμεση, αντιπροσωπευτική, φιλελεύθερη ή κοινωνική. Στην πραγματικότητα η συγκρότηση των μεγάλων σύγχρονων κρατών (εθνικών κρατών) στην Ευρώπη κατέστησε ουτοπική κάθε προσπάθεια για άμεση δ. Σήμερα μόνο ορισμένες κοινότητες περιορισμένης έκτασης, όπως μερικά ελβετικά καντόνια, μπορούν να εφαρμόσουν μορφές άμεσης δ., στο πρότυπο της αρχαίας ελληνικής πόλης. Ως θεσμός, η δ. ενσαρκώνεται στο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Εξάλλου η φιλελεύθερη δ. καθιερώθηκε πρώτη, καθιστώντας εφικτή την κοινωνική δ. Για τον λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναλυθεί πρώτα η φιλελεύθερη δ. στην αντιπροσωπευτική της μορφή.
Η σύγχρονη αντίληψη για τη δ. περιλαμβάνει τέσσερα αιτήματα: την αναγνώριση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη, τη συμμετοχή, τον έλεγχο και την κριτική.
Τα δικαιώματα του πολίτη συνίστανται ουσιαστικά στην προσωπική ελευθερία, στην ελευθερία σκέψης και έκφρασης, στην ελευθερία πεποιθήσεων και θρησκείας, στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.
Στην εξέλιξη της δημοκρατικής ιδεολογίας εμφανίστηκαν και άλλα αιτήματα, αλλά με λιγότερο κατηγορηματική μορφή: δικαίωμα στην εργασία, στην εκπαίδευση και στην υγειονομική περίθαλψη. Η ύπαρξη της δ. απαιτεί την ύπαρξη θεμελιωδών ελευθεριών και ισότητας δικαιωμάτων, που γενικά εξασφαλίζει το σύνταγμα.
Δ. ορίζεται, έτσι, η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Το μέσο γι’ αυτή τη συμμετοχή είναι οι εκλογές. Μόνο η καθολική ψήφος ανδρών και γυναικών, αποτέλεσμα μακράς πάλης για τη δ., παρέχει σε όλους τη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας.
Η δ. ασκείται επίσης με τον έλεγχο. Σε ένα πολίτευμα αντιπροσωπευτικής δ. η συνηθισμένη μορφή ελέγχου ασκείται από ένα κοινοβούλιο, το οποίο εκλέγεται και διασφαλίζει τη λαϊκή αντιπροσώπευση: οι βουλευτές είναι οι εντολοδόχοι που ο λαός εκλέγει ελεύθερα, σε γενικές εκλογές που τελούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Άλλη μορφή ελέγχου που μπορεί να εφαρμοστεί σε έκτακτες περιστάσεις μπορεί να αποτελέσει το δημοψήφισμα, ειδική μορφή άμεσης δ., κατά την οποία ζητείται από τον λαό να εκφράσει τη γνώμη του για ένα πρόσωπο ή για ένα ορισμένο ζήτημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, στην Ελβετία για παράδειγμα, η πρωτοβουλία του δημοψηφίσματος ανήκει στον λαό.
Η δ. συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα αμφισβήτησης, δηλαδή το δικαίωμα εκδήλωσης μιας αντίθεσης. Πράγματι, ο κανόνας της πλειοψηφίας δεν σημαίνει καθόλου την άρνηση της μειοψηφίας, αλλά αντίθετα την αναγνώριση των δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων της αντιπολίτευσης, είτε με τη μορφή του δικαιώματος της κριτικής είτε με τη μορφή ομαδικών εκδηλώσεων είτε με την οργάνωση πολιτικών κομμάτων.
Η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δ. μπορεί να διακριθεί σε κοινοβουλευτικό πολίτευμα αφενός, όπου η κυβέρνηση, αντλώντας το δικαίωμα άσκησης εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο, είναι υπεύθυνη απέναντί του, και σε προεδρικό πολίτευμα αφετέρου, στο οποίο ο πρόεδρος είναι φορέας της εκτελεστικής εξουσίας και εκλέγεται για μία ορισμένη περίοδο από τον λαό, είτε άμεσα είτε από τους εκπροσώπους του. Η Ελλάδα αποτελεί παράδειγμα κοινοβουλευτικής δ., όπου η κυβέρνηση που προέρχεται από την πλειοψηφία εξαρτάται από αυτήν για να υπάρχει και να κυβερνά· στις ΗΠΑ ισχύει η προεδρική δ., όπου ο πρόεδρος κατέχει την εκτελεστική εξουσία με πλήρη δικαιοδοσία για τέσσερα χρόνια. Στη Γαλλία το σύνταγμα του 1958 εφάρμοσε, όπως συχνά υποστηρίζεται, ένα μεικτό πολίτευμα.
Σήμερα, οι κατακτήσεις της δ. οδήγησαν σε πολλές χώρες σε ένα συνταγματικό πολίτευμα, όπου η υπεροχή του νόμου, ο οποίος ψηφίζεται από κοινοβούλιο που εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία, αναγνωρίζεται και δεσμεύει τόσο αυτούς που κυβερνούν όσο και τους κυβερνώμενους. Η δημοκρατική κοινωνία έχει, συνεπώς, τα γνωρίσματα μιας κοινωνίας όπου η ελεύθερη έκφραση αντίθετων αντιλήψεων είναι και πραγματοποιήσιμη και οργανωμένη. Η φιλελεύθερη δ. ορίζεται σε αυτή την περίπτωση ως πολυκομματική, καθώς διάφορες τάσεις ή κόμματα έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν, να εκφράζονται και να συμμετέχουν στη νόμιμη πάλη για την εξουσία. Η δ. έφτασε να ταυτίζεται με την ύπαρξη πολλών κομμάτων: δικομματισμός στις αγγλοσαξονικές και σκανδιναβικές χώρες ή πολυκομματισμός στις λατινικές χώρες. Τα φασιστικά καθεστώτα έχουν εκφράσει την αποστροφή τους προς τη φιλελεύθερη δ. με την καθιέρωση του μονοκομματισμού. Έτσι οι έννοιες φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική και πολυκομματική δ. τείνουν να χρησιμοποιούνται αδιάκριτα.
Ορισμένα, ωστόσο, ιδεολογικά ρεύματα αμφισβητούν αυτή την ταύτιση, υποστηρίζοντας ότι η αληθινή δ. δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη φιλελεύθερη και πολυκομματική, επειδή η αρχή της ισότητας είναι το ύψιστο αίτημα της δ., χωρίς το οποίο η δ. είναι απλώς τυπική. Για τον φιλελευθερισμό όμως, αντιτάσσουν αυτά τα ρεύματα, η ουσιώδης επιδίωξη είναι να διαφυλάξει τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε ατόμου χωρίς να ενδιαφέρεται αν στην πράξη ο ανταγωνισμός γίνεται με ίσους όρους σε ό,τι αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις: είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε ένα σιδερένιο βάζο και ένα πήλινο βάζο· οι άνθρωποι είναι ίσοι από νομική και καθαρά τυπική άποψη. Η δ. με αυτή την έννοια θεωρείται από τους επικριτές του φιλελευθερισμού ως δόλωμα.
Ο μαρξισμός καταγγέλλει την αντιπροσωπευτική, φιλελεύθερη δ. ως το παραπέτασμα πίσω από το οποίο η αστική τάξη διαιωνίζει την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, στους κόλπους μιας κοινωνίας όπου η οικονομική και κοινωνική ανισότητα αποτελεί νόμο. Η κοινωνική δ. που διεκδικεί ο μαρξισμός είναι δογματική και δικτατορική, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό· πρόκειται για τη θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως διακηρύχτηκε από τον Μαρξ και τον Λένιν. Έτσι εκδηλώνεται η αντίθεση μεταξύ φιλελεύθερης και λαϊκής δ., αντίθεση της οποίας η απαρχή ήταν ήδη έκδηλη στη Γαλλική επανάσταση, μεταξύ διαλλακτικών και φιλελευθέρων από τη μια πλευρά και Ιακωβίνων και Ορεινών, οπαδών του «δεσποτισμού της ελευθερίας», από την άλλη.
Το πολίτευμα της σοσιαλιστικής δ. εγκαθιδρύθηκε στη Ρωσία με τη μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917 και εξαπλώθηκε στην ανατολική Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Για τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης η δ. είχε σκοπό την εξαφάνιση κάθε οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας που προέρχεται από την ατομική ιδιοκτησία. Η παρέμβαση της εξουσίας είχε ως στόχο να θέσει τέρμα στα προνόμια και στην ουσιαστική δικτατορία των προνομιούχων. Το κράτος ελάχιστα ενδιαφερόταν για την εξασφάλιση των παραδοσιακών θεμελιωδών ελευθεριών. Αλλά η κατάρρευση των σοσιαλιστικών δ. έθεσε το πρόβλημα της δυνατότητας ύπαρξης ενός αληθινού σοσιαλισμού με δημοκρατικές ελευθερίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ιστορική εξέλιξη έχει καταλήξει στη σύνδεση της δ. και της ατομικής ελευθερίας.
Πρέπει τέλος να αναφερθεί η άποψη σύμφωνα με την οποία δικαιολογείται η εγκαθίδρυση μονοκομματικών δημοκρατικών πολιτευμάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες, πολλές από τις οποίες συστάθηκαν με τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Γενικά, όπως υποστηρίζει αυτή η άποψη, η ύπαρξη ενός μόνο κόμματος έχει σκοπό να πλαισιώσει και να διαπαιδαγωγήσει τον λαό, επιτρέποντάς του να συμμετέχει στην πολιτική ζωή ενός νεαρού ακόμα έθνους· το κόμμα αυτό, δηλαδή, οργανώνει τη σύγκρουση των απόψεων στο εσωτερικό των ίδιων των οργάνων του. Στην πράξη, εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα αν αυτά τα πολιτεύματα έχουν χαρακτήρα πραγματικά δημοκρατικό. Θα μπορούσε ίσως να τους αναγνωριστεί μία δημοκρατική έφεση, η πραγματοποίηση της οποίας θα εξαρτηθεί από τη μελλοντική εξέλιξη.
Οποιεσδήποτε και αν είναι οι παραλλαγές της δ. μετά την ήττα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, όλες οι χώρες του κόσμου έχουν την τάση να αυτοαποκαλούνται και να θέλουν να θεωρούνται δημοκρατικές, είτε εξακολουθούν να είναι μοναρχίες είτε γίνονται δ. είτε είναι φιλελεύθερου καπιταλιστικού τύπου ή σοσιαλιστικού αυταρχικού τύπου. Ποτέ στο παρελθόν μια έννοια δεν είχε τόσο εκτεταμένο περιεχόμενο και διάδοση, αλλά και τόση σύγχυση, εκτός από τη λέξη ελευθερία, με την οποία η δ. είναι από τη φύση της συνδεδεμένη.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός τον Ιούλιο του 1974, παρουσία του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και του Φ. Γκιζίκη, γεγονός που σηματοδοτεί την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μετά την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Άμεση εκλογή με ανάταση του χεριού, σε ένα ελβετικό καντόνι. Η συμβουλευτική συνέλευση των εκλογέων υφίσταται στα ελβετικά καντόνια από τον 14ο αι.
Η εναρκτήρια συνεδρίαση των γενικών τάξεων (5 Μαΐου 1789) στις Βερσαλίες, όπως την εικόνισε σε ένα χαρακτικό του ο Μονέ. Η Γαλλική επανάσταση αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα προς τη δημοκρατία.
Ψήφοι από την αρχαία Αθήνα των χρόνων της δημοκρατίας (Eθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Ενεπίγραφη στήλη του 336 π.Χ. με κείμενο νόμου, που ψηφίστηκε επί Φρυνίχου άρχοντα εναντίον της τυραννίας. Το ανάγλυφο, στην κορυφή της στήλης, παριστάνει τη Δημοκρατία να στεφανώνει τον Δήμο. Σήμερα η στήλη βρίσκεται στην αρχαία αγορά της Αθήνας.
Απόσπασμα της «Μάγκνα Κάρτα», η οποία υποχρέωσε τον Ιωάννη τον Ακτήμονα να αναγνωρίσει τον περιορισμό των απολυταρχικών του εξουσιών κάνοντας έτσι ένα μεγάλο βήμα προς τη δημοκρατία.
* * *η (AM δημοκρατία)πολιτειακό σύστημα το οποίο στηρίζεται στην αρχή τής λαϊκής κυριαρχίας και ρυθμίζει τη λειτουργία του με βάση τη βούληση τής πλειοψηφίας τών πολιτώννεοελλ.1. το συνταγματικό πολίτευμα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας είναι αιρετός2. α) «δημοκρατία άμεση» — αυτή που λειτουργεί με την απευθείας άσκηση τών πολιτικών δικαιωμάτων τού λαού σε συνέλευσηβ) «δημοκρατία έμμεση» — όπου η πολιτική εξουσία ασκείται από τον λαό έμμεσα, με αιρετούς αντιπροσώπουςγ) «δημοκρατία μικτή» — στην οποία υπάρχουν θεσμοί που επιτρέπουν στον λαό να ασκεί απευθείας ορισμένες πολιτικές εξουσίεςδ) «δημοκρατία βασιλευόμενη» — όπου ο ανώτατος άρχοντας είναι κληρονομικόςε) «δημοκρατία αβασίλευτος» — όπου ο ανώτατος άρχοντας εκλέγεται από τον λαό άμεσα ή έμμεσα3. «δημοκρατική πολιτεία» — χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα(«βασίλεια και δημοκρατίες έτρεμαν μπροστά του», Ψυχάρ.)4. ομάδα, κοινωνία συνεργαζόμενων ατόμων ή σύνολο ομοτέχνων («η δημοκρατία τών ανθρώπων τού πνεύματος», «η δημοκρατία τών μελισσών»)μσν.1. η οχλοκρατία τών δήμων, τών φατριών τών Πρασίνων και τών Βενετών («ἡσύχασεν ἡ δημοκρατία τοῡ Βενέτου μέρους»)2. η επικράτηση τού ενός δήμου («ὁ δὲ αὐτὸς Κλαύδιος βασιλεύς και τη δημοκρατία τών Πρασίνων κατάστασιν ἔδωκεν»)αρχ.προσωποποίηση τού δημοκρατικού πολιτεύματος («θυσίᾳ τῆ Δημοκρατίᾳ», «ἄγαλμα τῆς Δημοκρατίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κρατία < -κρατης < κράτος].
Dictionary of Greek. 2013.